μαιήιος

μαιήιος
μαιήϊος, -ον (Α)
1. μαιευτικός
2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -ήϊος (πρβλ. γαι-ήιος, γενεθλ-ήιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαιήιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιήιον — μαιήιος masc/fem acc sg μαιήιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”